- εφήλιξ
- ἐφῆλιξ, -ικος, δωρ. τ. ἐφᾱλιξ, ὁ (Α)νέος, νεαρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἧλιξ «συνομήλικος»
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐφῆλιξ — adolescent masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… … Dictionary of Greek
ἐφηλίκων — ἐφη̱λίκων , ἐφῆλιξ adolescent masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)